- διαστράπτω
- V 0-0-0-0-1=1 Wis 16,22to flash like lightening
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διαστράπτω — (Α) λάμπω σαν αστραπή … Dictionary of Greek
αστράφτω — (AM ἀστράπτω) 1. απρόσ. αστράφτει φαίνεται αστραπή στον ουρανό 2. (προσ.) ρίχνω αστραπές, αστραποβολώ («αυτός π αστράφτει και βροντά και συννεφιά και βρέχει», «Οὐλύμπιος ἤστραπτεν, ἐβρόντα», Αριστοφ.) 3. λάμπω σαν αστραπή («αστράφτει το σπίτι… … Dictionary of Greek